- ἐσωτάτους
- ἐσώτατοςinnermostmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… … Dictionary of Greek